- αντιστάθμισμα
- το1. το αντίρροπο βάρος που χρησιμοποιείται για επίτευξη ισορροπίας2. ό,τι δίνεται για να αναπληρώσει άλλη παροχή, δαπάνη ή ζημιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντισταθμίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφ. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιστάθμισμα — το, ατος το ισοδύναμο βάρος, η ανταμοιβή: Το αντιστάθμισμα για όσα έκαμε στους συντοπίτες του ήταν διαβολές και κατατρεγμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αναντίκρυστος — η –ο αυτός που δεν έχει αντίκρυσμα, αντιστάθμισμα σε χρυσό ή άλλη ανταλλακτική αξία, που δεν καλύπτεται από ανάλογη χρηματική κατάθεση ή εγγύηση … Dictionary of Greek
αντίβαρο — το 1. κάθε βάρος που τοποθετείται σ έναν μηχανισμό εκτός ισορροπίας για να τον επαναφέρει σε κατάσταση στατικής ισορροπίας 2.το αντιστάθμισμα, αντισήκωμα … Dictionary of Greek
αντίρροπος — η, ο (Α ἀντίρροπος, ον) [αντιρρέπω] νεοελλ. αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. 1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι 2. εξίσου βαρύς με κάποιον 3. ισοδύναμος… … Dictionary of Greek
αντίσταθμος — ἀντίσταθμος, ον (Α) 1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής 2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό … Dictionary of Greek